- ανακομπώνω
- ἀνακομπώνω (Μ)1. τραβώ προς τα επάνω, ανασηκώνω τα μανίκια ή το άκρο τού φορέματος μου2. μέσ. προετοιμάζομαι, κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακομβῶ «ξεκουμπώνομαι, γδύνομαι» (πρβλ. αρχ. ἀνακομβοῦμαι*) < ἀνα-* + κομβῶ < κόμβος.ΠΑΡ. μσν. ἀνακόμπωμα].
Dictionary of Greek. 2013.